περίλαμπρος

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

German (Pape)

[Seite 582] sehr glänzend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, ἀκτινοβόλος, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίλαμπρος, -ον, θηλ. και -η, ΝΜ
αυτός που εκπέμπει φως, που λάμπει από παντού, περιλαμπής
νεοελλ.
περίφημος, ξακουστός.
επίρρ...
περιλάμπρως ΝΜ και περίλαμπρα Ν
με περίλαμπρο τρόπο, με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λαμπρός.