ἐγχρονίζω
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
A to be long about a thing, delay, Th.3.27; περὶ ὑποχόνδριον Hp.Acut.50; ἐγχρονίσας after long delay, Epigr.Gr.815.7; ἐ. πρὸς τὸν γάμον Arist.Rh.1411a19; εἰς καιρόν Phld.Lib.p.13 O.; τινί in a thing, Plb.15.36.6; ἐν τόπῳ D.C.44.46:—Pass., Pl.Ep.362a. II become chronic, ἐγχρονίζει τὰ ἐμπυήματα Hp.Prog.17; ἐγχρονίζον ἔθος Ph.2.203; continue in, τῷ καταστήματι Procl.Par.Ptol.51:—Pass., ἐγχρονισθὲν τὸ νόσημα Pl.Grg.480b, cf. Arist.HA586a18. III Act., c. acc. pers., waste a person's time, Vett.Val.150.10.
German (Pape)
[Seite 714] die Zeit wobei zubringen; τινί, Pol. 15, 36, 6; ἔν τινι, D. Cass. 42, 9, öfter; übh. zögern, zaudern, Thuc. 3, 27; πρὸς τὸν γάμον Arist. rhet. 3, 10; – Pol. 33, 14, 2 u. A. Dah. verjähren, einwurzeln, Philo, wie Plat. Gorg. 480 a das pass. braucht, ὅπως μὴ ἐγχρονισθὲν τὸ νόσημα τὴν ψυχὴν ἀνίατον ποιήσει; vgl. Arist. H. A. 7, 7 u. D. Sic. 3, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - χρονίζω, χρονοτριβῶ, ἀργοπορῶ, βραδύνω, Θουκ. 3. 27· περὶ τόπον Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392· ἐγχρονίσας, χρονοτριβήσας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 815. 7· ἐγχρ. πρὸς τὸν γάμον Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7· τινί, ἔν τινι, Πολύβ. 15. 36, 6, ἐν τόπῳ Δίων Κ. 44. 46: - οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., Πλάτ. Ἐπιστ. 362 Α. ΙΙ. καθίσταμαι χρόνιος, ἐγχρονίζει τὸ ἐμπύημα Ἱππ. Προγν. 42. 35: οὕτως ἐν τῷ παθ. ἐγχρονισθὲν τὸ νόσημα Πλάτ. Γοργ. 480Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνεχρόνιζον, f. ἐγχρονίσω, f. att. ἐγχρονιῶ;
passer le temps à ou dans ; tarder.
Étymologie: ἐν, χρόνος.