Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: καταβλητέον | Medium diacritics: καταβλητέον | Low diacritics: καταβλητέον | Capitals: ΚΑΤΑΒΛΗΤΕΟΝ |
Transliteration A: katablētéon | Transliteration B: katablēteon | Transliteration C: katavliteon | Beta Code: katablhte/on |
(καταβάλλω)
A one must sow, εἰς ποίαν γῆν ποῖον σπέρμα κ. Pl.Tht.149e. 2 one must pay, Χρέος (metaph. of life), Plu.2.107a.
καταβλητέον: ῥημ. ἐπιθ., δεῖ καταβάλλειν, ἴδε τὸ ῥῆμα καταβάλλω ΙΙ, 7.
καταβλητέον: ρημ. επίθ. του καταβάλλω, σε Πλάτ.