προσουδίζω
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
(οὖδας)
A dash against or to the ground, τὸ παιδίον Hdt. 5.92.γ, cf. E.IA1151 (Scaliger for προσουρ-), Plu.Galb.26, Procop. Goth.4.29,al.:—Pass., π. ὑπὸ τοῦ Κύκλωπος Plu.2.506b, cf. D.C.72.13.
German (Pape)
[Seite 775] zu Boden werfen, Her. 5, 92, 3; niederreißen, Plut. de garrul. 10 Galb. 26. – S. auch προσουρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
προσουδίζω: (οὖδας) καταρρίπτω εἰς τὸ ἔδαφος, τὸ παιδίον Ἡρόδ. 5. 92, 3· οὕτω, Εὐρ. Ι. Α. 1125 (ἴδε προσορίζω Ι. 1), Πλουτ. Γάλβ. 26, κτλ.
French (Bailly abrégé)
jeter par terre, briser contre terre, acc..
Étymologie: πρός, οὖδος.