πρόπαρ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
(παρά) Prep. with gen.,
A before, in front of, Hes.Th.518, E. Ph.120 (lyr.). 2 along, αἰγιαλοῖο A.R.1.454, 4.1288. II abs. as Adv., before, sooner, rather, A.Supp.791 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 738] als praepos. mit dem gen., vor, vom Orte, Hes. Th. 518; auch entlang, längshin, αἰγιαλοῖο, An. Rh. 1, 484. – Als adv., vorn, voraus, θανεῖν, Aesch. Suppl. 772; Eur. Phoen. 119.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπᾰρ: (παρὰ) πρόθεσ. μετὰ γεν., ἔμπροσθεν..., Ἡσ. Θεογ. 518, Εὐρ. Φοίν. 120· ὡσαύτως, ἐμπρὸς καὶ πλησίον, φυλλάδα χευάμενοι πολιοῦ πρόπαρ αἰγιαλοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 454. ΙΙ. ἀπολ. ὡς ἐπίρρ., πρότερον, θᾶττον, μᾶλλον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 791. Πρβλ. προπάροιθε.
French (Bailly abrégé)
1 prép. en avant, devant, gén.;
2 adv. avant tout, plutôt.
Étymologie: πρό, παρά.