κατασμικρύνω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασμῑκρύνω Medium diacritics: κατασμικρύνω Low diacritics: κατασμικρύνω Capitals: ΚΑΤΑΣΜΙΚΡΥΝΩ
Transliteration A: katasmikrýnō Transliteration B: katasmikrynō Transliteration C: katasmikryno Beta Code: katasmikru/nw

English (LSJ)

   A lessen, abridge, τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Demetr.Eloc.44, cf. Luc. Gall.14, Porph.Sent.40:—Pass., to be made small, LXX 2 Ki.7.19; become less, Marcellin.Puls.310: metaph., M.Ant.8.36.    II = κατασμικρίζω, belittle, -σμικρῦναι καὶ διαφαυλίσαι Hierocl.p.59 A., cf. Max.Tyr.22.2, Ath.8.359a, Simp.in Epict. p.102 D.    III = κατακερματίζω, εἰς λεπτὰ καὶ ἀγεννῆ μόρια Max. Tyr.34.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1379] kleiner, geringer machen, verkleinern, herabsetzen; Ath. VIII, 359 a; τὸ ὄνομα Luc. Gall. 14; Sp. – Pass. schwächer, kleiner werden, M. Ant. 8, 36.

Greek (Liddell-Scott)

κατασμῑκρύνω: πολὺ σμικρύνω, ἐλαττώνω, ταπεινῶ, ὑποτιμῶ, κ. τὴν τοῦ λόγου σεμνότητα Δημ. Φαληρ. 44· κ. τὰ περὶ τὴν ὀψωνίαν Ἀθην. 359Α· μὴ κατασμικρύνειν μου τοὔνομα, οὐ γὰρ Σίμων ἀλλὰ Σιμωνίδης ὀνομάζομαι Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 14· κ. καὶ ξηραίνειν Πορφύρ.· κ. καὶ διαφαυλίζειν τὰ τῶν ἄλλων Στοβ. Ἀνθολ. 3. 162, κ. ἀλλ.- Παθ., γίνομαι μικρότερος, σμικρύνομαι, ἐλαττοῦμαι, Μ. Ἀντων. 8. 36.

French (Bailly abrégé)

1 rapetisser, amoindrir ; Pass. devenir plus petit, plus faible;
2 fig. rabaisser.
Étymologie: κατά, σμικρύνω.