κηλήτειρα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλήτειρα Medium diacritics: κηλήτειρα Low diacritics: κηλήτειρα Capitals: ΚΗΛΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kēlḗteira Transliteration B: kēlēteira Transliteration C: kiliteira Beta Code: khlh/teira

English (LSJ)

ἡ,

   A enchantress, glossed by ἡσυχάστρια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1431] ἡ, fem. zu κηλητής, Hesych. erkl. ἡσυχάστρια.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήτειρα: ἡ, ἡ κηλοῦσα, μαγεύουσα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ ἡσυχάστρια.

Greek Monolingual

κηλήτειρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡσυχάστρια», αυτή που κατακηλεί, που μαγεύει, που θέλγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)].