ἀμφιχάσκω
English (LSJ)
impf., v. infr.: aor. ἀμφέχᾰνον:—
A gape round, gape for, c. acc., ἐμὲ μὲν Κὴρ ἀμφέχανε Il.23.79; μαστὸν ἀμφέχασκ' ἐμόν, of an infant, A.Ch.545; ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα, of the Argive army round Thebes, S.Ant.118; ἀγκίστρου . . πλάνον ἀμφιχανοῦσα, of a fish, AP7.702 (Apollonid.): rarely c. dat., Opp.H.3.178.
German (Pape)
[Seite 145] umgähnen, etwas, τί, Aesch. Ch. 538.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιχάσκω: ἴδε κατωτ.: μετ’ ἀορ. ἀμφέχᾰνον (διότι δὲν ἀπαντᾷ ἐνεστ. ἀμφιχαίνω).
Περιχαίνω, χαίνω διά τι, μ. αἰτ., ἐμὲ μὲν κὴρ ἀμφέχανε, «περιέχανε, κατέπιεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 79· μαστὸν ἀμφέχασκ’ ἐμὸν θρεπτήριον, ἐλάμβανον εἰς τὸ χαῖνον στόμα αὐτοῦ τὸν τρέφοντά με μαστόν, ἐπὶ νηπίου (ἐνταῦθα ὁ λόγος περὶ ὄφεως), Αἰσχύλ. Χο. 545· ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα, ἐπὶ τῆς στρατιᾶς τῶν Ἀργείων περὶ τὰς Θήβας, Σοφ. Αντ. 118: ἐπὶ ἰχθύων, ἀγκίστρου ... πλάνον ἀμφιχανοῦσα [ἡ φυκίς], εἶδος κωβιοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 702: - σπανίως μ. δοτ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 178.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀμφέχασκον;
ouvrir la bouche pour avaler, acc. ; fig. dévorer.
Étymologie: ἀμφί, χάσκω.