ψευδοπάτωρ
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ,
A false, unnatural father, Call.Cer.99.
German (Pape)
[Seite 1395] ορος, ὁ, falscher Vater, Callim. Cer. 98.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ψευδὴς, οὐχί φυσικὸς πατὴρ, Καλλ. εἰς Δημ. 99.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
ο μη αληθινός πατέρας, άτομο που θεωρείται πατέρας κάποιου, ενώ δεν είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. χρυσο-πάτωρ.