κιχλίζω
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
A titter, giggle, Ar.Nu.983, Theoc.11.78, AP5.244 (Maced.); κιχλίζουσα καὶ μωκωμένη Alciphr.1.33, 3.27, cf. 74; guffaw, μέζον ἵππου κ. Herod.7.123: metaph., [ἡδονὴ] σεσαρυῖα καὶ κιχλίζουσα Ph.2.265:—Med., Ar.Fr.333.4. (Prop. chirp like a thrush, Gramm. ap. Valck.Animadv. ad Ammon. p.175 who writes κιχλάζω: wrongly expld. as eat κίχλαι, live luxuriously, Sch.Ar.Nu.979.)
German (Pape)
[Seite 1444] 1) kichern, vom leichtfertigen Lachen der verliebten Mädchen, Haced. 7 (V, 235), nach Moeris hellenistisch für καχλάζω. – 2) Krammetsvögel essen, als Leckerei, neben ὀψοφαγεῖν Ar. Nubb. 983.
Greek (Liddell-Scott)
κιχλίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ, κυρίως φωνάζω ὡς ἡ κίχλη, (Ἀμμών. ὅστις γράφει κιχλάζω)· ἐντεῦθεν γελῶ βεβιασμένως, ἠλιθίως, Ἀριστοφ. Νεφ. 983· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 313· ― ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τρώγω κίχλας, ζῶ ἁβρῶς, εὐωχοῦμαι, τρυφῶ, «καλοτρώγω», ἀλλὰ πρβλ. Θεόκρ. 11. 78, Ἀνθ. Π. 5. 245, Ἀλκίφρων 1. 33., 3. 27 καὶ 74. Παρ’ Ἡσυχ., κιχλήσκουσιν εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κιχλίζουσιν.
French (Bailly abrégé)
1rire aux éclats, rire de façon provocante.
Étymologie: κίχλη.
2manger des grives, faire bonne chère;
Moy. κιχλίζομαι m. sign.
Étymologie: κίχλη.