ἀρρενωπός

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενωπός Medium diacritics: ἀρρενωπός Low diacritics: αρρενωπός Capitals: ΑΡΡΕΝΩΠΟΣ
Transliteration A: arrenōpós Transliteration B: arrenōpos Transliteration C: arrenopos Beta Code: a)rrenwpo/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν Luc.Fug.27: (ὤψ):—

   A masculine-looking, manly, Pl.Lg.802e; γυναῖκες Arist.GA747a1, cf. Sor. 1.35, Ruf. ap. Orib.inc.2.15; εὐμορφία Luc.Scyth.11; τὸ ἀ., = ἀρρενωπία, D.S.4.6.    2 ofthings, befitting a man, manly, στολή Ael.N A 2.11; τὸ ἀ. τῆς ψυχῆς manliness, Chor.Lyd.8. Adv. -πῶς Gloss.:— irreg. fem. ἀρρεν-ωπάς, άδος, ἡ, = ἀνδρόγυνος, Cratin.389, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενωπός: -όν, ὡσαύτως, ή, όν, Λουκ. Δραπ. 27· (ὤψ): ― ὁ ἔχων ἀνδρικὴν ὄψιν, ἀνδρώδης, ἀνδρικός, Πλάτ. Νόμ. 802Ε· γυναῖκες Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16· εὐμορφία Λουκ. Σκύθ. 11· τὸ ἀρρενωπὸν = ἀρρενωπία, Διόδ. 4. 6. 2) ἐπὶ πραγμ., ἁρμόζων εἰς ἄνδρα, ἀνδρικός, στολή, τρόπος Αἰλ. π. Ζ. 2. 11, Βυζ. τύπος τις ἀρρενωπάς, άδος, ἡ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίνου (Ἄδηλ. 32 β), πρβλ. Α. Β. 446, 24, Εὐστ. 827, 29 καὶ 1412, 31· καὶ οὐσιαστ. ἀρρενωπότης, ητος, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 1274.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d’apparence mâle ou virile ; τὸ ἀρρενωπόν virilité, courage.
Étymologie: ἄρρην, ὤψ.