λεπτουργός

From LSJ
Revision as of 06:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργός Medium diacritics: λεπτουργός Low diacritics: λεπτουργός Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: leptourgós Transliteration B: leptourgos Transliteration C: leptourgos Beta Code: leptourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A producing fine work, esp. in wood, D.S.17.115 (as Subst.), Edict.Diocl.7.3; τέκτων λ. PMasp.158.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 31] fein arbeitend, feine Arbeit machend, bes. Tischler u. Drechsler, neben ἀρχιτέκτων, D. Sic. 17, 115 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος λεπτὴν ἐργασίαν, κυρίως εἰς ξύλον, κοινῶς «λεφτουργός», Διόδ. 17. 115.

Greek Monolingual

-ό (ΑΜ λεπτουργός, -όν)
1. αυτός που επεξεργάζεται κάτι με μεγάλη λεπτότητα
2. ως ουσ. αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, ιδίως ο ειδικός τεχνίτης ξυλουργός που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημι-ουργός, τεχν-ουργός].