σιαλώδης
From LSJ
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
English (LSJ)
ες, (σίαλον)
A like slaver, slavering, Hp.Morb. Sacr.5, D.P.791. II (σίαλος) fat, σκυλάκια Hp.Steril.217.
German (Pape)
[Seite 877] ες, speichelartig, voll Speichel, Geifer, Sp.; – fettartig, fettig, schmalzig, χύλος, D. Per. 791.
Greek (Liddell-Scott)
σιᾰλώδης: -ες, (σίαλον) ὁ ὅμοιος πρὸς σίαλον, παράγον σίαλον, λιπαρός, Ἱππ. 304. 51, Διον. Π. 791. ΙΙ. (σίαλος) ὁ ὅμοιος μὲ πάχος, παχύς, Ἱππ. 678. 31.
Greek Monolingual
(I)
-ες / σιαλώδης, -ῶδες, ΝΑ σίαλον
αυτός που είναι όμοιος ως προς τη μορφή ή τη σύσταση με το σάλιο
2. γεμάτος σάλιο
3. αυτός που παράγει σάλιο.———————— (II)
-ῶδες, Α σίαλος (ΙΙ)]
ο όμοιος με πάχος, όμοιος με λίπος, λιπαρός.