Περσικός

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσικός Medium diacritics: Περσικός Low diacritics: Περσικός Capitals: ΠΕΡΣΙΚΟΣ
Transliteration A: Persikós Transliteration B: Persikos Transliteration C: Persikos Beta Code: *persiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Persian, ἡ Περσική (sc. χώρα) Persia, Hdt.4.39, etc. Adv. -

   A κῶς Ael.VH12.1.    2 Περσικαί, αἱ, slippers, Ar.Nu. 151; τὼ Περσικά (dual) Id.Lys.229.    3 ψιλὴ Π. Persian carpet, Callix.2.    4 Περσικός, ὁ, or Περσικόν, τό, peach, v. μηλέα, μῆλον (B):—also περσική, ἡ, peach-tree, Gal.12.76 (but = ἑλένιον, Dsc.1.28); Π. καρύα, ἡ, the Persian nut, walnut, IG22.1013.18, Thphr.HP3.6.2.    5 Π. ὄρνις the common cock, Ar.Av.485, 707; ὁ Π. alone, Cratin. 259.    6 Περσικόν, τό, a Persian dance, Ar.Th.1175; τὸ Π. ὠρχεῖτο X.An.6.1.10.    7 τὰ Π. the Persian war, Pl.Lg.642d, etc. (earlier called τὰ Μηδικά); but ὁ Π. πόλεμος the war with Perseus, Plb.3.3.8.    8 oriental, gorgeous, στολαί Men.24, cf. Hipparch.Com.1.5.

Greek (Liddell-Scott)

Περσικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς Πέρσας, ἡ Περσικὴ (ἐξυπ. χώρα) ἡ Περσία, Ἡρόδ. 4. 39, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1. 2) Περσικαί, αἱ, εἶδος ὑποδημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Νεφ. 151· τὼ Περσικὰ (δυϊκ.) ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 229. 3) ψιλὴ Π., εἶδος περσικοῦ τάπητος, Ἀθήν. 197Β. 4) Περσικός, ὁ, ἢ Περσικόν, τό, τὸ ῥοδάκινον, Λατ. malium Persicum, ἴδε ἐν λ. μηλέα, μῆλον (Β)· Π. καρύα, ἡ, ἡ καρύακάρυον, «καρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2. 5) Π. ὄρνις, ὁ κοινὸς ἀλεκτρυών, πετεινός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 485, 707· καλεῖται καὶ ὁ Περσικὸς παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὥραις» 1. 6) Περσικόν, τό, εἶδος Περσικῆς ὀρχήσεως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1175, ἴδε Schneid. εἰς Ξεν. Ἀν. 6. 1, 10· πρβλ. ὄκλασμα. 7) τὰ Περσικά, ὁ Περσικὸς πόλεμος, Πλάτ. Νόμ. 643D, κτλ.· παλαιότεροι συγγραφεῖς ἐκάλουν τὸν πόλεμον τοῦτον τὰ Μηδικὰ· ― ἀλλὰ, ὁ Π. πόλεμος, ὁ πρὸς τὸν Περσέα πόλεμος, Πολύβ. 3. 3, 8. ― Ἴδε Μ. Πανταζῆ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Η΄, σ. 210. 8) Περσικὸς κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὸν πολυτελῆ, Περσικαὶ στολαὶ Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4, πρβλ. Ἵππαρχον ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. adj. de Perse, persan, persique ; Περσικὴ ὄρνις AR oiseau de Perse, le coq;
II. subst.
1 ἡ Περσική (γῆ) la Perse;
2 τὸ Περσικόν (ἔθνος) le peuple perse, le royaume de Perse ; (s.e. ἔθος) les coutumes des Perses ; (s.e. ὄρχημα) sorte de danse;
3 τὰ Περσικά, écrits sur la Perse, histoire de Perse ; ou guerres contre les Perses ; ou trésors des Perses.
Étymologie: Πέρσης².