χρυσουργός
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ὁ,
A goldsmith, LXX Wi.15.9, Poll.l.c.
German (Pape)
[Seite 1382] in Gold arbeitend, ὁ χρυσουργός, Goldarbeiter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Κριτίας 65, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui travaille l’or, orfèvre, joaillier.
Étymologie: χρυσός, ἔργον.