ὑλάω
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
[ῠ],
A = ὑλακτέω, used only by Poets and only in pres. and impf., bark, bay, of dogs, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Od. 16.9; κύων . . ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει 20.15; θεσπέσιον ὑλάοντες Theoc. 25.70:—Med., κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.16.162. 2 metaph. of a man, howl, ἣ μάτην ὑλῶ (so Herm. for ὑλακτῶ); S.Fr.61 (lyr., dub.); of Cassandra, μάτην ὑλάουσα Tryph.421. II trans., bark or bay at, τινα Od.16.5 (so perh.20.15, v. supr.).
German (Pape)
[Seite 1176] (onomatop. heulen, ululare), nur im praes. u. imperf. gebräuchliche, poet. Stammform von ὑλακτέω, bellen; Od. 16, 9. 20, 15; auch med., ὑλάοντο, 16, 162; – τινά, anbellen, Od. 16, 5 u. sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 449, Theocr. 25, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλάω: [ῠ], ῥιζικὸς τύπος τοῦ ὑλακτέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ὑλακτῶ, «γαυγύζω», ἐπὶ κυνῶν, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Ὀδ. Π. 9· κύων... ἄνδρ’ ἀγνοιήσασ’ ὑλάει Υ. 15· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύνες οὐχ ὑλάοντο Π. 162. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου, βοῶ, φωνάζω, ἢ μάτην ὑλῶ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ ὑλακτῶ) Σοφ. Ἀποσπ. 58. ΙΙ. μεταβ., «γαυγύζω» ἐναντίον τινός, τινα Ὀδ. Π. 5, Θεόκρ. 25, 70. (Κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. Λατ. ululo, Ἀγγλ. howl, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf. épq. sans contr.
1 intr. aboyer;
2 tr. aboyer après, poursuivre de ses aboiements, acc.;
Moy. ὑλάομαι-ῶμαι aboyer.
Étymologie: onomatopée, cf. lat. ululo.