συνεκθερμαίνω
From LSJ
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
A make hot like oneself, Id.Pomp. 8, Gal.7.387:—Pass., Hp.Vict.2.66.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich erwärmen, Plut. Pomp. 8.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκθερμαίνω: θερμαίνω ὁμοῦ, συνεκκαίω, Πλουτ. Πομπ. 8, Γαλην. τ. 7, σ. 146.
French (Bailly abrégé)
réchauffer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκθερμαίνω.