περιπολέω
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
A go round or about, wander about, S.OT1254; καθ; Ἑλλάδα E.IT84,1455 ; μετά τινος Pl.Phdr.252c ; ἡ στρατιὰ ἡ μετὰ βασιλέως περιπολοῦσα Isoc.4.145 ; of the sun or stars, Pl.Ti.41a, Arist.Fr.10, Epicur.Ep.2p.52U.: aor. Pass. in med. sense, D.L.8.4. II c. acc. loci, traverse, οὐρανόν Pl.Phdr.246b ; τόνδε τὸν τόπον Id.Tht.176a ; π. στρατόν prowl about it, E.Rh.773 ; ἔρως ὁ τὰς πόλεις π. Philostr.Ep.5, etc. 2 at Athens, οἱ ταχθέντες . . περιπιπολεῖν τὴν χώραν to patrol the country, X.Vect.4.52 ; οἱ ἔφηβοι . . π. τὴν χώραν Arist.Ath.42.4, cf. IG12.99.22 (prob.).
German (Pape)
[Seite 588] umherbewegen, umhertreiben, gew. intrans., sich um Etwas herumbewegen, umhergehen, -schweifen; Soph. O. R. 1254; καθ' Ἑλλάδα, Eur. I. T. 84; auch c. accus., λεύσσω φῶτε περιπολοῦνθ' ἡμῶν στρατόν, umwandeln, Rhes. 773; Plat. Phaedr. 246 b u. öfter; ἄνω καὶ κάτω τὴν Ἴδην περιπολοῦσιν, Luc. Deor. D. 12, 1; ἡ μετὰ βασιλέως περιπολοῦσα στρατιά, Isocr. 4, 145.
Greek (Liddell-Scott)
περιπολέω: περιέρχομαι τῇδε κἀκεῖσε, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, Σοφ. Ο. Τ. 1254, Εὐρ. Ι. Τ. 84· π. καθ’ Ἑλλάδα αὐτόθι 1455· μετά τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 252C· ἡ στρατιὰ ἡ μετὰ βασιλέων περιπολοῦσα Ἰσοκρ. 70Ε· ἐπί τινων θεῶν, Πλάτ. Τίμ. 41Α· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 12. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, διέρχομαι, π. οὐρανὸν Πλάτ. Φαῖδρ. 246Β· τόνδε τὸν τόπον ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 176Α· οὕτω, π. στρατόν, περιπλανῶμαι ἀνὰ τὸν στρατόν, Εὐρ. Ρῆσ. 773· ἔρως ὁ τὰς πόλεις π. Φιλοστρ. Ἐπιστ., κτλ. 2) ἐν Ἀθήναις, οἱ περιπολεῖν τὴν χώραν ταχθέντες, οἱ περίπολοι, (ἴδε περίπολος), Ξεν. Πόροι 4. 52· οἱ ἔφηβοι… π. τὴν χώραν Ἀριστ. Ἀποσπ. 428. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπολεῖ· περιοδεύει, περιέρχεται, περιέπει, ἀναστρέφει, περιπολεύει, κυκλεύει καὶ τὰ ὅμοια».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tourner tout autour ; faire le tour de, parcourir, acc. ou κατά et l’acc..
Étymologie: περίπολος.