ἄχωρ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ,
A scurf, dandriff, Ar.Fr.410, etc. (ἀχώρ, ῶρος, in Alex.Trall.1.8, Paul.Aeg.3.3, Dsc.1.33, al., cf. Phryn.PSp.8 B., AB 475, after the analogy of ἰχώρ, ῶρος, but ἄχωρ acc. to Hdn.Gr.2.937.)
Greek (Liddell-Scott)
ἄχωρ: -ορος, ὁ· οὗτος εἶναι ὁ γνήσιος τύπος, οὐχὶ ἀχώρ, ῶρος, ὡς γράφεται ὑπὸ Ἀλεξ. Τραλλ. κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ ἰχώρ, ῶρος· ἕλκος μικρὸν τῷ δέρματι τῆς κεφαλῆς γινόμενον· ῥέει δὲ ἐξ αὐτοῦ ἰχὼρ ὅμοιος μέλιτι, «ἄχωρ, ἐξανθήματος εἶδος, καθ’ ὃ συμβαίνει κολλώδης ὑγρασία, καὶ οἷον πιτυρώδεις λεπίδας ἐπιφέρεσθαι. Μάλιστα δὲ περὶ τὴν κεφαλὴν εἴωθε γίνεσθαι» Ἐρωτιαν. σ. 100. ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 360, Bgk. ἐν τοῖς Meineke Κωμ. Ἀποσπάσμ. 2. 1120.
French (Bailly abrégé)
ωρος (ὁ),
gourme AR. fr. 360 (acc. ἄχορα) ; GAL. DIOSC.