πολυθάλμιος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ον,
A much-nourishing, Orph.H.68.1.
German (Pape)
[Seite 663] viel nährend, Orph. H. 67, 1. Vgl. ζωθάλμιος.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠθάλμιος: -ον, ὁ ζωογονῶν τὰ πάντα, Ὀρφ. Ὕμν. 67. 1· πρβλ. ζωθάλμιος, φυτάλμιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολύ
2. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θάλμιος (< θαλμός < θάλλω «ακμάζω»), πρβλ. βιο-θάλμιος, ζω-θάλμιος].