ἀπήνη

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπήνη Medium diacritics: ἀπήνη Low diacritics: απήνη Capitals: ΑΠΗΝΗ
Transliteration A: apḗnē Transliteration B: apēnē Transliteration C: apini Beta Code: a)ph/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A four-wheeled wagon, drawn by mules, ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Il.24.324, cf. Od.6.57 with 69,72,73,82; much the same as ἅμαξα, cf. Il.24.266 with 324, Od.6.72 with 73: of a racing-car, drawn by mules, ἡμιόνοις ξεστᾷ τ' ἀπήνᾳ Pi.P.4.94, cf. O. 5.3, Arist.Fr.568; ἦν γὰρ δὴ ἀπήνη . . ἡμιόνους ἀνθ' ἵππων ἔχουσα Paus. 5.9.2.    2 later, any car or chariot, A.Ag.906, S.OT753; ἀ. πωλική ib.803; war-chariot, Str.4.5.2; cf. καπάνα.    3 metaph., any conveyance, νατα ἀ. ship, E.Med.1123; πλωταῖς ἀπήνῃσι Lyr.Adesp.117 ( = Trag.Adesp.142); τετραβάμονος ὡς ὑπ' ἀπήνας, of the Trojan horse, E.Tr.517 (lyr.).    4 metaph., like ζεῦγος, pair, e.g. of brothers, ἀ. ὁμόπτερος Id.Ph.329 (lyr.).    5 in pl., the alae nasi, Poll.2.80.

German (Pape)

[Seite 290] ἡ, ein vierrädriger Wagen, um Lasten, zuweilen Frauen u. Greise zu fahren, gew. mit Maulthieren bespannt, von Hom. an, Iliad. 24, 275 sqq Od. 6, 57 sqq. 7, 5; Soph. O. R. 753. 803; vgl. Paus. 5, 9. Bei Pind. ein Maulthiergespann, vgl. Ol. 5, 3. Uebh. Fahrzeug, ναΐα, Schiff, Eur. Med. 1122, vgl. p. bei D. Hal. C. V. 17; Gespann, Paar, Phoen. 338.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήνη: ἡ, τετράτροχος ἅμαξα συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· πρβλ. Ὀδ. Ζ. 57, πρὸς τοὺς στίχ. 68. 72, 73, 82· ἡ λέξις ἀπήνη εἶναι ἐν πλείστοις ὀμοία καὶ σχεδὸν ὁμώνυμος τῇ ἁμάξῃ, πρβλ. Ἰλ. Ω. 266 πρὸς τὸ 324, καὶ Ὀδ. Ζ. 72 πρὸς τὸ 73: ὅτε ἐχρησίμευε δι’ ἁρματηλασίας, ὡς ἐν Πινδ. Ο. 5, 6 (πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 527), καὶ τότε ἀκόμη ἀσύρετο ὑπὸ ἡμιόνων· ἡμιόνοις ξεστᾷ τ’ ἀπήνᾳ Π. 4. 94 (166)· ἦν γὰρ δὴ ἀπήνη… ἡμιόνους ἀνθ’ ἵππων ἔχουσα Παυσ. 5. 9. 2. 2) μετέπειτα ἐσήμαινε πᾶν εἶδος ἁμάξης ἢ ἅρματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 906, Σοφ. Ο. Τ. 753· ἀπ. πωλικὴ αὐτόθι 803: πολεμικὸν ἅρμα, Στράβ. 200· πρβλ. καπάνη. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ παντὸς μέσου μεταφορᾶς, ναΐα ἀπ., πλοῖον, Εὑρ. Μήδ. 1123· πλωταῖς ἀπήνῃσι Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 17· τετραβάμονος ὡς ὑπ’ ἀπήνας, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὡς κινουμένου διὰ τροχῶν, Εὐρ. Τρῳ. 517. 4) μεταφ. ὡσαύτως, ὡς τὸ ζεῦγος, π.χ. ἐπὶ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. Φοίν. 329· (ἐτυμολογία ἄγνωστος).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chariot, voiture à quatre roues attelées de mules, qqf de bœufs ; postér. char ; ναΐα ἀπήνη EUR char nautique, bateau.
Étymologie: DELG terme techn., sans étym.