πιτυλίζω

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτῠλίζω Medium diacritics: πιτυλίζω Low diacritics: πιτυλίζω Capitals: ΠΙΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: pitylízō Transliteration B: pitylizō Transliteration C: pitylizo Beta Code: pituli/zw

English (LSJ)

   A practise regular swinging of the arms, as with dumb-bells, Gal.6.133, 144.    2 dart about, ἰχθύων γένεσιν ἐν κολύμβοις -ίζουσαν Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 622] = πιτυλεύω, bes. in der Fechtkunst von einer schnellen Bewegung der Hände; Schol. Ar. Vesp. 678 u. Suid.; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῠλίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιτσυλίζω», πιτυλίζειν γάλα ἐν φύλλοις μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. ΙΙ. κινῶ κανονικῶς χάριν γυμνάσεως τὰς χεῖράς μου ὡς οἱ κωπηλατοῦντες, καὶ ὡς νῦν οἱ ἀσκούμενοι διὰ σιδηρῶν βαρῶν ἢ κορυνῶν, Γαλην. Ὑγιεινῶν 2 [10]: ― ἐντεῦθεν πῐτύλισμα, τό, πᾶσα ταχεῖα καὶ κανονικὴ κίνησις, φορά, διάφ. γραφ. ἀντὶ πύτισμα, Ἰουβεν. 11. 173.

Greek Monolingual

Α πίτυλος
1. εκτελώ κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες
2. ρίχνω, εκσφενδονίζω υγρό εδώ κι εκεί, ολόγυρα, πιτσυλίζω.