ὄργυια

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄργυιᾰ Medium diacritics: ὄργυια Low diacritics: όργυια Capitals: ΟΡΓΥΙΑ
Transliteration A: órgyia Transliteration B: orguia Transliteration C: orgyia Beta Code: o)/rguia

English (LSJ)

Att. ὄργυᾰ, ᾶς, IG22.1672.9 ; Ion. ὄργυιᾰ, ῆς, ἡ (v. infr.): (ὀρέγω):—

   A the length of the outstretched arms, about 6 feet or I fathom, ἕστηκε ξύλον . . ὅσον τ' ὄργυι' ὑπὲρ αἴης Il.23.327 ; τοῦ μὲν ὅσον τ' ὄργυιαν ἐγὼν ἀπέκοψα Od.9.325, cf. 10.167, X.Mem.2.3.19.    2 more precisely, αἱ ἑκατὸν ὀργυιαὶ δίκαιαί εἰσι στάδιον ἑξάπλεθρον, ἑξαπέδου τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος Hdt.2.149, cf. 4.41,86, PHal. 1.98 (iii B. C.), POxy.669.39 (iii A. D.).    3 rod for measuring land, = 91/4 σπιθαμαὶ βασιλικαί, Hero *Geom.4.11 :—poet. also ὀρόγυια (q.v.): in compds. -ωρυγ-, v. δεκ-ώρυγος. (Proparox. in nom. and acc. sg., Hom. ll.cc. ; oxyt. or perispom. in other cases, cf. Hdn.Gr.2.613, al. ; in Ion. the nom. and acc. sg. end in -ᾰ, -ᾰν, as in Att., Hom. ll.cc., the gen. and dat. sg. in -ῆς, -ῇ (acc. ὀργυιήν before consonant in Arat.69,196, is corrected to ὄργυιαν by Voss); ὀργυιά, -άν in late Gr., Hero l.c., etc.)

German (Pape)

[Seite 370] ἡ (ὀρέγω), nach Arcad. p. 100, 3 im plur. ὀργυιαί, in Prosa aber auch ὀργυιά accentuirt, bei Hom. rechtfertigt die Kürze der letzten Sylbe den Accent auf der drittletzten; – die Klafter, der Raum zwischen den beiden ausgestreckten Armen; ὅσον τ' ὄργυια, Il. 23, 327 Od. 9, 325; vgl. Xen. Mem. 2, 3, 19, χεῖρες, εἰ δέοι αὐτὰ τὰ πλέον ὀργυιᾶς διέχοντα ἅμα ποιῆσαι, οὐκ ἂν δύναιντο, πόδες δὲ οὐδ' ἂν ἐπὶ τὰ ὀργυιὰν διέχοντα ἔλθοιεν ἅμα. – Als bestimmtes Längenmaaß, = 4 πήχεις oder sechs Fuß, Her. 2, 149; 100 Orgyien bilden ein Stadion, 4, 41; Plin. übersetzt ulna. – Als Feldmaaß, eine Feldruthe, = 91/4 σπιθαμαὶ βασιλικαί oder παλαισταί, – Vgl. noch ὀρόγυια.

Greek (Liddell-Scott)

ὄργυιᾰ: ἢ ὀργυιά, Ἰωνικ. ὀργυιή, ῆς, ἡ, (ὀρέγω, πρβλ. ἀγυιάκυρίως τὸ μῆκοςδιάστημα τῶν ἐκτεταμένων ἑκατέρωθεν ὁριζοντίως βραχιόνων (ὡς φαίνεται ἔν τινι τῶν μαρμάρων τοῦ Pomfret ἐν Ὀξονίᾳ), δηλ. περίπου 6 πόδ. ἢ 1 μέτρ. καὶ 85 ἑκατοστ., ἕστηκε ξύλον ..., ὅσον τ’ ὄργυι’ Ἰλ. Ψ. 327· ὅσον τ’ ὄργυιαν ... ἀπέκοψα Ὀδ. Ι. 325, πρβλ. Κ. 167, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19. 2) τὸ ἀκριβὲς μῆκος ὡς μέτρον ὑπάρχει παρ’ Ἡροδ. 2. 149, ἑξαπέδου τῆς ὀργυιῆς μετρεομένης καὶ τετραπήχεος, καὶ προσθέτει ὅτι: 100 ὀργυιαὶ ἀποτελοῦσιν ἓν στάδιον, πρβλ. 4. 41 καὶ 86· - ἀλλ’ ὁ Πλίν. τὸ μεταφράζει διὰ τοῦ ulna 10 πόδ. 3) χωρομετρική τις ῥάβδος, = 9 ¼ σπιθαμαῖς βασιλικαῖς, Ἥρων Μαθημ. - Ποιητ. ὡσαύτως ὀρόγυια, ὃ ἴδε. Κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 98. 3, ἀείποτε ὄργυια, ἀλλ’ ἐν τῇ ὀνομ. πληθ. ὀργυιαί. Εἶναι ὄργυια παρ’ Ὁμ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς πεζογράφοις τὸ ἑνικ. φαίρεται καὶ ὀργυιά· καὶ οὕτως Ἰων. ὀργυιὴ ἐν Ἀράτ. 169, Νικ. Θηρ. 169. Ἐν συνθέσει γίνεται ὠρυγ-, ἴδε δεκώρυγος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 brasse, longueur des deux bras étendus de l’extrémité d’une main à l’autre;
2 mesure de quatre coudées ou six pieds.
Étymologie: DELG ὀρέγω.