χαμεύνη
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ἡ, for χαμαιεύνη,
A a bed on the ground, A.Ag.1540 (anap.), S.Fr.175, E.Rh.852, Theoc.13.33, A.R.4.883, Herod.3.16; χ. φυλλόστρωτος E.Rh.9 (anap.). 2 generally, bedstead, Ar.Av.816.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμεύνη: ἡ, ἀντὶ χαμαιεύνη, στιβάς, εὐνὴ ἢ κοίτη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς ἐστρωμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1540, Εὐρ. Ρῆσ. 9. 849, Θεόκρ. 13. 33. 2) καθόλου, κλίνη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 816.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 lit qu’on fait à terre;
2 bois de lit.
Étymologie: χαμαί, εὐνή.