ἔκβολος

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβολος Medium diacritics: ἔκβολος Low diacritics: έκβολος Capitals: ΕΚΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ékbolos Transliteration B: ekbolos Transliteration C: ekvolos Beta Code: e)/kbolos

English (LSJ)

ον,

   A thrown out or away, exposed, ἔκβολον οἴκων βρέφος E.Ph.804 (lyr.) ; rejected, σφόνδυλοι Supp.Epigr.2.569.22 (Didyma) ; ἔ. βροτῶν βίου Luc.Trag.215.    2 frustrated, LXXJu. 11.11.    3 cast out, [ἔφοδος] ὡσανεὶ κόσκινον [ἀριθμοὺς] ὥσπερ ἐ. ἀποχωρίσει Iamb.in Nic.p.29P.; τὰ διὰ κοσκίνου ἔ. ib.p.30P.    II Subst. ἔκβολον, τό, outcast, ἔ. κόρης E.Ion555 ; νηδύος ἔ. Id.Ba.91 (lyr.).    2 ναὸς ἔκβολα seem to be rags cast out from the ship, Id.Hel.422 ; but,    3 in Id.IT1042 πόντου ἔκβολον an outbreak, a place where the sea has broken in upon the land.

German (Pape)

[Seite 755] ausgeworfen, verstoßen; ἔκβολον οἴκων βρέφος Eur. Phoen. 811; ausgesetzt, Ion 555; unzeitig, von der Leibesfrucht, Bacch. 90; subst. ὁ ἔκβολος, das Vorgebirge, nach Andern eine Bucht, I. T. 1042; τὰ ἔκβολα νεώς, das Wrack des gestrandeten Schiffes, Hel. 1214.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβολος: -ον, (ἐκβάλλω) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, ἔκθετος, ἔκβολον οἴκου βρέφος Εὐρ. Φοίν. 104· ἐντεῦθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - ἀλλά, ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: ἀλλά, 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει μέρος ἔνθαθάλασσα ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. ἐκβάλλω Χ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chassé de, rejeté ; subst. πόντου ἔκβολον EUR pointe de terre qui jaillit de la mer, promontoire.
Étymologie: ἐκβάλλω.