μύρισμα

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρισμα Medium diacritics: μύρισμα Low diacritics: μύρισμα Capitals: ΜΥΡΙΣΜΑ
Transliteration A: mýrisma Transliteration B: myrisma Transliteration C: myrisma Beta Code: mu/risma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ointment, ibid. (pl.), Cat.Cod.Astr.8(1).249 (pl.).

German (Pape)

[Seite 220] τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μύρισμα: τό, μύρον, ὡς τὸ μύρωμα, Πολυδ. Ζ΄, 177.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύρισμα) μυρίζω
(νεοελλ.-μσν.)
1. η ενέργεια του μυρίζω, το να μυρίζει κανείς
2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά
3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο
μσν.
1. ευωδιαστό άνθος
2. άσχημη μυρωδιά
3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα
τα μυρωδικά
(μσν. -αρχ.) αρωματική αλοιφή
αρχ.
επάλειψη με μύρο.