λιγυηχής
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ές, poet. λῐγῠ-ᾱχής,
A clear-sounding, κιθάρη AP9.308 (Bianor); Μοῦσαι Ath.Mitt.27.339; dub. in B.Scol.Oxy.4.
German (Pape)
[Seite 43] ές, hell, laut tönend, κιθάρα, Bian. 8 (IX, 308), in der dorischen Form λιγυαχής, u. sp. D., wie νομῆες Nonn. D. 11, 147.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγυηχής: -ές, λιγυρῶς ἠχῶν, κιθάρη Ἀνθ. Π. 9. 308.
Greek Monolingual
λιγυηχής, ποιητ. τ. λιγυαχής, -ές (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ-ηχής, οξυ-ηχής].