κεφαλόδεσμος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόδεσμος Medium diacritics: κεφαλόδεσμος Low diacritics: κεφαλόδεσμος Capitals: ΚΕΦΑΛΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: kephalódesmos Transliteration B: kephalodesmos Transliteration C: kefalodesmos Beta Code: kefalo/desmos

English (LSJ)

ὁ,

   A head-band, Sch.A.Supp.121:—Dim. κεφᾰλο-δέσμιον, τό, Sch.Il.14.184.

German (Pape)

[Seite 1428] ὁ, Kopfbinde, Kopfband, Schol. Aesch. Suppl. 115.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλόδεσμος: ὁ, ταινία τῆς κεφαλῆς· μετὰ ὑποκορ. κεφαλο-δέσμιον, τό, Ἀθαν. π. Παρθεν. σ. 1050, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 295Α, Ἐρωτιαν. 228, κλπ.

Greek Monolingual

ο (Α κεφαλόδεσμος)
κεφαλόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -δεσμός (< δεσμός < δέω (II) «δένω»), πρβλ. καρπό-δεσμος, σχοινό-δεσμος].