συνήδομαι
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
fut.
A -ησθήσομαι X.An.5.5.8, Pl.R.462e, etc.: aor. -ήσθην E.Ion728, Isoc.5.8:—rejoice together, Pl.l.c., X.Mem.3.11.10, etc.; σ. τινί rejoice with, sympathize with, E. l.c., D.21.202, etc.; σ. τινὶ περιεόντι Hdt.3.36; opp. συλλυπεῖσθαι, Antipho 3.2.8, Pl.l.c.; opp. συνάχθεσθαι, X.Cyr.1.6.24, Arist.EN1171a8; opp. συναλγεῖν, ib.1166a27; σ. ὅτι . . X.An.5.5.8, etc. 2 c. dat. rei, rejoice at a thing, σ. τοῖς ἀγαθοῖς Arist.Rh.1381a4; τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ Ep.Rom.7.22; ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς X.Cyr.8.2.2, etc.; τινος because of . ., App.Mac.17, OGI504.5 (Aezani, ii A.D.), Lib.Or.53.2. 3 c. dat. pers. et rei, S.OC1398. II sts. used like ἐφήδομαι of malicious joy at misfortune, οὐδὲ συνήδομαι . . ἄλγεσιν δώματος E.Med.136 (lyr.); τί τάλας τοῖσδε συνήδῃ . .; Id.Hipp.1286 (anap.); θανόντι γ' οὐδαμῶς σ. Id.Rh.958; συνηδόμενοι ταῖς συμφοραῖς restd. from Poll.3.101 for συνησθησόμενοι (v.l. ἐφησθ-) in Isoc.8.87.
Greek (Liddell-Scott)
συνήδομαι: μέλλ. -ησθήσομαι˙ ἀόρ. -ήσθην˙ ἀποθ. Ἥδομαι, χαίρω, τέρπομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Πολ. 462Ε, Ξεν., κλπ.˙ ― σ. τινι, χαίρω μετά τινος, ἐν συμπαθείᾳ πρός αὐτόν, Εὐρ. Ἴων 728, Δημ. 579. 19, κτλ.˙ σ. τινι περιεόντι Ἡρόδ. 3. 36˙ ἀντίθετον τῷ συλλυπεῖσθαι, Ἀντιφῶν 122. 4, Πλάτ. Πολ. 462Ε· τῷ συνάχθεσθαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 24, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 5˙ τῷ συναλγεῖν, αὐτόθι 9. 4, 5˙ σ. ὅτι... Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 8, κτλ. 2) μετὰ δοτ. πράγματ., χαίρω ἐπί τινι, τέρπομαι, εὐχαριστοῦμαι διά τι, χαίρω, ἐπιχαίρω, σ. τοῖς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 3˙ ἐπί τινι Ξεν. Κύρ. 8. 2, 2, κτλ.˙ τινος, ἐξ αἰτίας τινός, Ἀππ. Μακεδ. 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 3832. 3) μετὰ δοτ. προσ. καὶ πράγμ., Σοφ. Ο. Κ. 1398. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκφέρει χαρὰν ἐπὶ εὐτυχίᾳ, ἐν ᾧ τὸ ἐφήδομαι ἐκφέρει κακεντρεχῆ χαρὰν ἐπὶ δυστυχίᾳ˙ ἀλλ’ ὑπάρχουσι παραδείγματα τοῦ ἀντιθέτου, οἷον οὐδὲ συνήδομαι... ἄλγεσι δώματος Εὐριπ. ἐν Μηδ. 136˙ τὶ τάλας τοῖσδε συνήδει...; ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286˙ θανόντι γ’ οὐδαμῶς ξ. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 958˙ συνησθησόμενοι ταῖς συμφοραῖς Ἰσοκρ. 176C Βεκκῆρ. (κοινῶς ἐφησθ-).
French (Bailly abrégé)
f. συνησθήσομαι, ao. συνήσθην;
1 se réjouir avec, τινι ; οὐ συνήδομαι SOPH je compatis à;
2 féliciter : τινι ὅτι qqn de ce que.
Étymologie: σύν, ἥδομαι.