Σελλοί
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
οἱ, Selli, ancient inhabitants of Dodona, guardians of the oracle of Zeus,
A ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Il.16.234; τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν . . Σελλῶν S.Tr.1167; ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ' οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας E.Fr.367, cf. Arist.Mete.352b2, Str.7.7.10. (Pi. (Fr.59) understood ἀμφὶ δέ σ' Ἑλλοί in Il. l.c., but this is an error acc. to Aristarch., cf. Hsch. s.v. Σελλήεις, though countenanced by Id.s.v. Ἕλλα and Ἕλα, where it is apparently derived from Lacon. ἕλλα seat (sc. of Zeus at Dodona).)
Greek (Liddell-Scott)
Σελλοί: οἱ, ἐξ ἀρχῆς κάτοικοι τῆς Δωδώνης, φύλακες τοῦ μαντείου τοῦ Διός, ἠναγκασμένοι νὰ διάγωσι βίον τραχὺν καὶ ἀσκητικόν, Σελλοὶ ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 234· τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν Σελλῶν Σοφ. Τραχ. 1167· ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ’ οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας Εὐρ. Ἀποσπ. 368, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 15, Στράβ. 328. (Ὁ Πίνδ. ἔχει Ἑλλοί, ὅπερ εἶναι τύπος ἀδελφικὸς τῆς αὐτῆς λέξεως, συγγενὲς τῷ Ἕλλην, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 81· ὁ Κούρτ. ὑπαινίσσεται ὡς ῥίζαν τὸ ῥῆμα ἅλλομαι παραβάλλων τὸ Λατ. Salii ἐκ τοῦ salio· ὁ Ἡσύχ. φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὴν ἱερὰν τοῦ Διὸς ἕδραν ἐν Δωδώνῃ· «Ἕλλα· καθέδρα, καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ» (ἴδε ἔλα παρὰ τῷ αὐτῷ), πρβλ. σέλμα, Λατ. sell-a).
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les Selles, prêtres de Zeus à Dodone, ou anciens habitants de Dodone.
Étymologie: pê apparenté à ἅλλομαι, cf. Salii.