ὑφάπτω

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφάπτω Medium diacritics: ὑφάπτω Low diacritics: υφάπτω Capitals: ΥΦΑΠΤΩ
Transliteration A: hypháptō Transliteration B: hyphaptō Transliteration C: yfapto Beta Code: u(fa/ptw

English (LSJ)

Ion. ὑπάπτω,

   A set on fire from underneath, ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν Hdt.1.176; ὑφῆψε δῶμ' ἀνηφαίστῳ πυρί E.Or.621, cf. 1618; ὑ. πυράν Th.2.52:—Pass., πόλις ὑφάπτεται πυρί E.Tr.1274; ἃς (sc. ἁμάξας) ἔδει ἐν καιρῷ ὑφαφθῆναι Aen.Tact.28.7; εὕρωμεν (i. e. -ομεν) τὰς θύρας . . ὑφημ<μ>ένας φωτί BGU1201.10 (i A. D.).    2 metaph., inflame unperceived, τοὺς θεωμένους X.Cyr.5.1.16.    II light underneath, πῦρ, φλόγα, Luc.Phal.1.12, Aristaenet.2.4; ὁ νικέων ὑφαπτέτω τὰ ἱερά the winner (in the race) shall light the sacred lamps, SIG71.16 (Delph., ii B. C.): abs., light a fire under or in a place, Ar.Th.730.    B Med., tie or bind under, ὑπὸ δειρὴν ἁψαμένη tying a rope round her neck, hanging herself, Alex.Aet.3.33.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφάπτω: Ἰων. ὑπάπτω, μέλλ. -ψω, ἀνάπτω, πυρπολῶ κάτωθεν, ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 1. 176· ὑφῆψε δῶμ’ ἀνηφαίστῳ πυρὶ Εὐρ. Ὀρ. 621, πρβλ. 1618· ὑφ. πυρὰν Θουκ. 2. 52· ― Παθητ., πόλις ὑφάπτεται πυρὶ Εὐρ. Τρῳ. 1274. 2) μεταφορ., ἀνεπαισθήτως καταφλέγω, ἐξάπτω, οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 1. 16. ΙΙ. ἀνάπτω κάτωθεν, πῦρ, φλόγα Λουκ. Φάλ. 1. 12, Ἀρισταίν. 2. 4· ― ἀπολ., ἀνάπτω πῦρ ὑποκάτω ἢ ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 730. Β. Μέσ., δένω ὑποκάτω, ὑφάπτομαι δειρήν, δένω σχοινίον περὶ τὸν λαιμόν μου, ἀπάγχομαι, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14 (ἐν τμήσει).

French (Bailly abrégé)

allumer par-dessous : πῦρ LUC du feu ; τὴν ἀκρόπολιν HDT mettre le feu à la citadelle ; δῶμα πυρί EUR mettre le feu à une maison ; νεκρόν THC brûler un cadavre sur le bûcher ; fig. ὑφ. τινα enflammer qqn.
Étymologie: ὑπό, ἅπτω.