ὑπερεκπερισσοῦ

From LSJ
Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερεκπερισσοῦ Medium diacritics: ὑπερεκπερισσοῦ Low diacritics: υπερεκπερισσού Capitals: ΥΠΕΡΕΚΠΕΡΙΣΣΟΥ
Transliteration A: hyperekperissoû Transliteration B: hyperekperissou Transliteration C: yperekperissoy Beta Code: u(perekperissou=

English (LSJ)

Adv.

   A superabundantly, Ep.Eph.3.20, 1 Ep.Thess.3.10 (v.l. ὑπερεκπερισσῶς).

German (Pape)

[Seite 1194] adv., statt ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, mehr als überflüssig, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεκπερισσοῦ: Ἐπίρρ., κάλλιον φέρεται διῃρημένον, ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ, μετὰ πλείστης ἀφθονίας, ἀφθονώτατα, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. γ΄, 20., πρὸς Θεσσ. α΄, κεφ. γ΄, 10 (μετὰ διαφ. γραφ. ὑπερεκπερισσῶς, ὡς ἐν Κλήμ. Ρώμ. 1. 20) ἐντεῦθεν Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τ. 11, 653Α, σχηματίζει ῥῆμα ὑπερεκπερισσεύω, ὑπερπερισσεύω.

French (Bailly abrégé)

adv.
surabondamment.
Étymologie: ὑπέρ, ἐκ, περισσός.