πτέλας

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτέλας Medium diacritics: πτέλας Low diacritics: πτέλας Capitals: ΠΤΕΛΑΣ
Transliteration A: ptélas Transliteration B: ptelas Transliteration C: ptelas Beta Code: pte/las

English (LSJ)

ὁ,

   A wild boar, Lyc.833; cf. πτελέα, Lacon.,= σῦς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 807] ὁ, der Eber, Lycophr. 833; nach den VLL. auch πτέλος.

Greek (Liddell-Scott)

πτέλας: ὁ, κάπρος, ἄγριος χοῖρος, Λυκόφρ. 833· παρὰ τῷ Ἡσυχίῳ εὕρηται: «πτελέα· σῦς ὑπὸ Λακώνων».

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο κάπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -αντ- (πρβλ. ἐλέφας, -αντος) και πιθ. συνδέεται με τη λ. πτελέα (Ι) (πρβλ. πτελέα (II) «αγριογούρουνο»). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kiaūle «γουρούνι» και αρχ. ινδ. kiri- «κάπρος», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό δάνειο. Αμφίβολη, τέλος, φαίνεται και η σύνδεση του τ. με τα πελιτνός, πελιός.