ἐπεισέρχομαι
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
A come in besides, τινί to one, Th.8.35; esp. into a family as stepmother, Hdt.4.154; rush in and attack, ἐπεισήλθοσαν τῷ Σίμωνι εἰς τὸ συμπόσιον LXX 1 Ma.16.16, cf. UPZ13.19 (ii B.C.). 2 come in after, Hdt.1.37; κατόπιν τινός Pl.Prt.316a; and freq. in Att.; τινί D.H.Dem.8. 3 come into besides, c. acc., ξένος ἐ. πόλιν E.Ion813: c. dat., δόμοις ib.851 (nisi leg. δόμους) ; εἰς τὸ χωρίον D.47.53; of things, to be imported, ἐ. ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα Th.2.38. II metaph., 1 of customs, to be introduced later, Plu.2.676f, etc. 2 come into one's head, occur to one, c. dat., ib. 585f: c. acc., Luc.VH2.42.
German (Pape)
[Seite 912] (s. ἔρχομαι), 1) noch dazu, hinterdrein hineingehen, hineinkommen; πόλιν, in die Stadt, Eur. Ion 813; δόμοις 851; absolut, Her. 4, 154, von der zweiten Frau (vgl. ἐπεισάγω); κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον Plat. Prot. 316 a; ἔξωθεν Tim. 81 c; τινί, zu Jem., Thuc. 8, 35; εἰς τὸ χωρίον Dem. 47, 53; – ἐπεισέρχεται τὰ πάντα, es wird Alles hineingeschafft, Thuc. 2, 38. – 2) dabei einfallen, in den Sinn kommen, τὸ ἔπος τινά Luc. V. H. 2, 42; ἔννοια πολλοῖς ἐπεισῆλθεν Plut. gen. Socr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισέρχομαι: Ἀποθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., κατορθώνω καὶ εἰσέρχομαι, καὶ τῶν ἐπεισελθόντων τῶν... ἐκ τῶν νεῶν διαφυγόντων Θουκ. 8. 35· ἰδίως, εἰσέρχομαι εἰς οἰκογένειαν ὡς μητρυιά, Ἡρόδ. 4.154. 2) εἰσέρχομαι μετά τινα, ὁ αὐτὸς 1. 37· κατόπιν τινὸς Πλάτ. Πρωτ. 316Α· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· τινι Διον. Ἁλ. π. Δημ. 8. 3) προσέτι, εἰσέρχομαι, μετ’ αἰτ., ὅστις σε γήμας ξένος ἐπεισελθών πόλιν Εὐρ. Ἴων 813· μετὰ δοτ., δόμοις αὐτόθι 851· ἐπεισελθόντες εἰς τό χωρίον Δημ. 1155. 8· ἐπὶ πραγμάτων, εἰσάγομαι ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς, ἐπ. ἐκ πάσης γῆς τα πάντα Θουκ. 2. 38. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ ἐθίμων, εἰσάγομαι βραδύτερον, Πλούτ. 2. 675ϝ, κτλ. 2) ἔρχομαι εἰς τὴν μνήμην τινός, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Β΄, 42, Πλούτ. 2. 585Ε.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐπεισῆλθον, etc.
1 entrer par surcroît, s’introduire en qualité de nouveau venu : τινι près de qqn;
2 s’introduire par importation, être importé;
3 fig. survenir : τινα, τινι à qqn en parl. d’événements;
4 s’introduire plus tard en parl. de coutumes.
Étymologie: ἐπί, εἰσέρχομαι.