σίκλος
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ὁ,= σίγλος (q.v.):—Dim. σικλίον, τό, Ps.-Gal.19.773.
German (Pape)
[Seite 880] ὁ, = σίγλος, w. m. s. Auch ein Maaß, s. v. a. μέδιμνος, Pol. bei Ath. VIII, 331.
Greek (Liddell-Scott)
σίκλος: ὁ, = σίγλος, ὃ ἴδε· - ὑποκορ. σικλίον, τό, Ψευδο-Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sicle, monnaie persane (de 7,5 oboles).
Étymologie: emprunté, sémit. sheqel.