Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐσταλής

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσταλής Medium diacritics: εὐσταλής Low diacritics: ευσταλής Capitals: ΕΥΣΤΑΛΗΣ
Transliteration A: eustalḗs Transliteration B: eustalēs Transliteration C: efstalis Beta Code: eu)stalh/s

English (LSJ)

ές, (στέλλω)

   A well-equipped, στόλος A. Pers.795; of troops, light-armed, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Th.3.22; ἱππεὺς -έστατος X.Eq.7.8, etc.; ὁπλισμὸς -έστερος D.H.7.59; τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον, = εὐστάλεια, Hdn.3.8.5.    2 convenient, neat, Hp.Fract. 37 (Comp.), prob. in Id.Mochl.1; convenient to handle, manageable, σωμάτιον Id.Superf.7 (Comp.); πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής a fair and easy voyage, S.Ph.780.    3 compact, εὐ. τὸν ὄγκον Plu.Mar.34; σώματα Id.2.353a; εὐ. δίαιτα light diet, Philum. ap. Orib.45.29.8.    4 correct in habit and manners, well-behaved, κόσμιος καὶ εὐ. ἀνήρ Pl.Men. 90a, cf. Diod.Com.2.17; orderly, ἱερουργίαι Plu.Sol.12; in dress, neat, trim, Luc.Tim.54.    II Adv. -λῶς, Ion. -λέως, of dress, well girt up, Hp.Off.3, Opp.C.1.97; of light-armed troops, κούφως καὶ εὐ. ἐκτρέχειν Hdn.4.15.1.    2 of bandaging, compactly, Hp.Off.9 (Sup.), Mochl.1 codd.    3 decently, in order, ταφῆναι Phld.Mort.31.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσταλής: -ές, (στέλλω) καλῶς παρεσκευασμένος, στόλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 795∙ ἐπὶ στρατοῦ, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Λατιν. expeditus, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22∙ ἱππεὺς εὐσταλέστατος Ξεν. Ἱππ. 7. 8, κτλ.∙ ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος Διον. Ἁλ. 7. 59∙ τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον = εὐστάλεια, Ἡρῳδιαν. 3. 8. 2) ἁπλοῦς, εὔκολος, Ἱππ. Μοχλ. 841∙ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής, καλὸν καὶ εὔκολον ταξείδιον, Σοφ. Φιλ. 780. 3) συμπαγής, ὑστέρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 14∙ εὐσταλὴς τὸν ὄγκον, τῷ σώματι Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. 4) καλὸς τὸ ἦθος καὶ τοὺς τρόπους, εὐπρεπής, χαρίεις, κόσμιος καὶ εὐστ. ἀνὴρ Πλουτ. Μένων 90Α, πρβλ. Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 17, Πλουτ. Σόλων 12: - κατὰ τὴν στολὴν ἢ ἐνδυμασίαν, εὐπρεπής, τὸ σχῆμα εὐσταλὴς Λουκ. Τίμ. 54. ΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Ἰων. -λέως, ἐπὶ στολῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 97, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740∙ ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατευμάτων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) κομψῶς, κοσμίως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743.