κεάζω
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
Ep. fut.
A κεάσσω Orph.A.849: aor. κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα Hom. (v. infr.):—Pass., aor. κεάσθην Il.16.412, but part. κεᾰθείσης App.Anth.3.167: pf. part. κεκεασμένος (v. infr.):—split, cleave wood, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Od.14.418; κέασαν ξύλα 20.161; ξύλα . . νέον κεκεασμένα χαλκῷ 18.309, cf. Hp.Mul.2.153, Call.Fr.289, etc.; of lightning, shiver, νῆα . . κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε Od.5.132; of a spear, κέασσε δ' ἄρ' ὀστέα λευκά Il.16.347; [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη was cloven in twain, ib.412; κεκεασμένον εὐρέϊ κύκλῳ οὐρανόν Arat.474. 2 pound, rub to pieces, ἢ σφέλᾳ ἢ ὅλμῳ κεάσας Nic.Th. 644. (κεᾰ-ζω fr. κεᾰ- in κεᾰ-θείσης (v. supr.), εὐ-κέα-τος, κέαρνον, and perh. κείων, v. κείω (B); perh. cf. Skt. śásati 'cut', Lat. castrare.)
German (Pape)
[Seite 1410] spalten, zerspalten; eigtl. vom Spalten u. Behauen des Holzes, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Od. 14, 418; 20, 161; von der Lanze, κέασσε δ' ὀστέα λευκά Il. 16, 347; ἡ (κεφαλὴ) δ' ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη 20, 388, der Kopf wurde gespalten; vom Blitze, νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε Od. 5, 132. 7, 250; sp. D., Orph. Arg. 847; οὐρανὸν κεκεασμένον εὐρέϊ κύκλῳ Arat. 475; – klein reiben, Nic. Th. 644. – Vgl. noch κεδάζω, σκεδάζω, u. Buttmann Lexil. I p. 12 II p. 96.
Greek (Liddell-Scott)
κεάζω: Ἐπικ. μέλλ. κεάσσω, Ὀρφ. Ἀργ. 852: ἀόρ. κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα, Ὁμ.- Παθ., ἀόρ. κεάσθην Ἰλ.: παθ. πρκμ. κεκεασμένος, ἴδε κατωτ. (Πρβλ. κείω, καιάδας, κέαρνον, Σανσκρ. khâ, khy-âmi (abscindo)· ἀλλὰ τὸ Λατ. sci-o, de-scisco, scindo, δεικνύει ὅτι ἡ πρώτη ῥίζα ἦτο SKE ἢ SKA, πιθαν. συγγενὲς τῷ σχίζω, ὃ ἴδε). Σχίζω (ὁ Ἡσύχ. διασχίζω, κτλ.), κόπτω, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Ὀδ. Ξ. 418· κέασαν ξύλα Υ. 161· πρβλ. Ἱππ. 658. 14, κτλ.· ἐπὶ κεραυνοῦ, συντρίβω, κατασυντρίβω, νῆα... κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασε Ὀδ. Ε. 132, Η. 250· ἐπὶ δόρατος, κέασσε δὲ ὀστέα λευκὰ Ἰλ. ΙΙ. 347, ὅπερ ἐν Υ. 398, εἶπεν, αἰχμὴ ἱεμένη ῥῆξ’ ὀστέον·- κεφαλὴ ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη, εἰς δύο ἐκόπη, ΙΙ. 412, Υ. 387· οὐρανὸς... κεκεασμένος εὐρέϊ κύκλῳ Ἄρατ. 475. 2) κοπανίζω, κατατρίβω, Νικ. Θηρ. 644.
French (Bailly abrégé)
fendre en éclats.
Étymologie: κείω².