ἐνεργής
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
ές, later form of ἐνεργός,
A active, effective, μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S. 17.44, etc.; of medicines, strong, POxy.1088.56 (i A.D.), Dsc.5.88, etc.: Comp. -έστερος more effective, πρός τινα Arist.Top.105a19: Sup. -έστατος, πρός τι D.S.1.88, cf. Dsc.1.19, A.D.Synt.291.9.
German (Pape)
[Seite 838] ές, wirkend, thatkräftig; ζῶον πρὸς τὴν συνουσίαν ἐνεργέστατον D. Sic. 1, 88; χώρα ἐνεργεστέρα, fruchtbarer, Plut. Sol. 31. Bei Pol. oft mit ἐνεργός verwechselt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεργής: -ές, μεταγεν. τύπος τοῦ ἐνεργός, δραστήριος, ἀποτελεσματικός, ἐνεργῆ τὴν ἔφοδον ποιεῖσθαι Πολύβ. 11. 32, 8· μηχαναὶ Διόδ. 17. 44, κτλ. ― Συγκρ. ἐνεργέστερος, ἀποτελεσματικώτερος, πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 1. 12. ― Ὑπερθ. -τατος Διόδ. 1. 88. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, καρποφόρος, τὴν χώραν ἐνεργεστέραν... ἐποίησεν Πλουτ. Σόλ. 31.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
agissant, actif, efficace ; en parl. du sol productif;
Cp. ἐνεργέστερος.
Étymologie: ἐν, ἔργον.