οὐδαμῆ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμῆ: ἢ οὐδᾰμά, (ἴδε ἐν τέλ.), ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός: Ι. ἐπὶ τόπου, ἐν οὐδενὶ τόπῳ, «πουθενά», οὐδαμῆ ἐστήρικτο Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρακλ. 218, Αὐσχύλ. Πέρσ. 385, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἡσίοδοις» 6· οὐδ. ἄλλῃ Ἡρόδ. 2. 116· ἄλλῃ οὐδ. 4. 114· μετὰ γεν., οὐδ. Αἰγύπτου 2. 43. 2) πρὸς οὐδὲν μέρος, οὐδαμῆ μετιέντα Ἡρόδ. 1. 24, 34, 56, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τρόπου, κατ᾿ οὐδένα τρόπον, οὐδαμῶς, ὁ αὐτ. 3. 53., 7. 136, Αἰσχύλ. Πρ. 256, κτλ.· ― οὐδόλως, οὐδέποτε, Ἡρόδ. 1. 5, 56, 58, Σοφ. Ἀντ. 763, Ἀποσπάσμ. 323. Πρβλ. οὐδαμῶς. ― Οἱ ποιητ. μεταχειρίζονται ἤτοι τὸ οὐδαμῆ Δωρ. -μᾶ, ἢ οὐδαμά [-μᾰ], κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου, πρβλ. Σαπφὼ 78, Θέογν. 1363, 1373, Ἀνακρ. 50, Ἐμπεδ. 67, 73, Αἰσχύλου Ἱκετ. 884, Σοφοκλ. Ἀντ. 830· παρ᾿ Ἡρόδ. τὰ Ἀντίγραφα ποικίλουσι μεταξὺ τῶν τύπων μηδαμῆ (-μᾶ) καὶ μηδαμά, ἴδε ἐν λέξ. μηδαμῆ, οὐδαμὰ καὶ οὐδαμᾶ. ― οὐδαμῆ, μηδαμῆ ἦσαν ἀρχικῶς δοτικ. θηλ., τὰ δὲ οὐδαμά, μηδαμὰ οὐδ. πληθ. τοῦ οὐδαμός, μηδαμός. Ἦτο σύνηθες νὰ γράφηται οὐ μόνον οὐδαμῇ, μηδαμῇ μετὰ ὑπογεγραμμ. ι, ἀλλὰ καὶ οὐδαμᾷ, μηδαμᾷ, ἀλλὰ οἱ δύο τελευταῖοι τύποι εἶναι βεβαίως ἐσφαλμένοι πλήν ἐν τῇ Δωρ. διαλέκτῳ.
Greek Monotonic
οὐδᾰμῆ: ή οὐδαμά (βλ. κατωτ.), επίρρ. του οὐδαμός,
I. 1. λέγεται για τόπο, πουθενά σε κανέναν τόπο, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· οὐδ' ἄλλῃ, σε Ηρόδ.· ἄλλῃ οὐδ., σε κανέναν άλλο τόπο, στον ίδ.· με γεν., οὐδαμὴ Αἰγύπτου, σε κανένα άλλο μέρος της Αιγύπτου, στον ίδ.
2. προς καμιά κατεύθυνση, προς κανένα μέρος, στον ίδ.
II. λέγεται για τρόπο, με κανένα τρόπο, με κανένα μέσο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· σε καμία περίπτωση, ποτέ, σε Ηρόδ., Σοφ.· οι ποιητές χρησιμ. είτε το οὐδαμῆ, Δωρ. -μᾶ [ᾱ], είτε το οὐδαμά [μᾰ], ανάλογα με το μέτρο.