ἁλίασμα

From LSJ
Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίασμα Medium diacritics: ἁλίασμα Low diacritics: αλίασμα Capitals: ΑΛΙΑΣΜΑ
Transliteration A: halíasma Transliteration B: haliasma Transliteration C: aliasma Beta Code: a(li/asma

English (LSJ)

τό, (ἁλία A)

   A decree, βουλᾶς IG14.256 (Gela).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίασμα: βουλᾶς, Ἐπιγρ. Γελῴων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. - Ἀκραγαντίνων 5491. - Κατὰ τὸν ἐκδ. σημαίνει decretum, δόγμα ἐν ἁλίᾳ· ἀλλ᾿ ἴσως σημαίνῃ μᾶλλον σύνοδον τῆς ἁλίας, ἐκκλησιασμόν, συνεδρίαν, διότιλέξις δόγμα ἀναγινώσκεται ὡσαύτως ἐν αὐτοῖς ἐκείνοις τοῖς δυσὶ ψηφίσμασιν ὥς τι διαφορετικόν.