φωτοβολία

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτοβολία Medium diacritics: φωτοβολία Low diacritics: φωτοβολία Capitals: ΦΩΤΟΒΟΛΙΑ
Transliteration A: phōtobolía Transliteration B: phōtobolia Transliteration C: fotovolia Beta Code: fwtoboli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A beam, ray, Sch.Par.A.R.4.728 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, das Lichtwerfen, Strahlen, der Strahl, Schol. Ap. Rh. 4, 725.

Greek (Liddell-Scott)

φωτοβολία: ἡ, τὸ φωτοβολεῖν, λάμψις, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 725, πρὸς ἑρμην. τοῦ μαρμαρυγή.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και φωτοβολία Ν
ακτινοβολία φωτός
νεοελλ.
φυσ. φυσικό μέγεθος γνωστό και ως ένταση φωτεινής πηγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -βολία (< -βολος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο-βολία].