ἰταμός

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτᾰμός Medium diacritics: ἰταμός Low diacritics: ιταμός Capitals: ΙΤΑΜΟΣ
Transliteration A: itamós Transliteration B: itamos Transliteration C: itamos Beta Code: i)tamo/s

English (LSJ)

ή, όν, (εἶμι

   A ibo, ἴτης) headlong, hasty, eager, κύνες A.Fr.282, Alex.234; ἰ. πρόσωπον Nicol.Com.1.28; bold, reckless, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία D.25.24; ἀναιδὴς καὶ ἰ. Men.Epit.311; ἰ. πρὸς τὸ πράττειν Arist.Pr.953b4; πρὸς τὰ δεινά Plu. Galb.25; πρὸς λόγους ἰταμώτερος Id.2.1041a: Sup. -ώτατος Phld.Rh. 1.341 S., Luc.Icar.30; τὸ ἰ., = ἰταμότης, Plu.Fab.19, etc.; vigour of style, Diog.Oen.12; τὸ ἰ. τῆς ψυχῆς Plu.Rom.7; ἰ. τι δεδορκώς Luc. Fug.19; ἰ. ἀντιβλέπειν Ael.NA17.12. Adv. -μῶς Alex.105, Euphro 1.25, Men.Pk.306, Plu.2.93b, Gal.11.232; οἱ ἰ. πολιτευόμενοι D.8.68: Comp. -ώτερον Pl.Lg.773b; -ώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι D.19.233.

German (Pape)

[Seite 1274] (εἶμι, vgl. ἴτης), der dreist darauf losgeht, keck, verwegen; ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία, im Ggstz von βραδὺ καὶ ὀκνηρόν, Dem. 25, 24; πρός τι, Arist. probl. 29, 1; Sp., wie Plut. Galb. 25, τὸ ἰταμὸν τῆς ψυχῆς Rom. 7, Keckheit, Entschiedenheit. – Unverschämt, κύνες Ar. Ran. 1292. – Adv., ἰταμώτερον ἅμα καὶ θᾶττον τοῦ δέοντος πρὸς πάσας τὰς πράξεις φερόμενον, unbesonnen, Plat. Legg. VI, 773 d; Dem. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτᾰμός: ῐ, ή, όν, (εἶμι, ἴτης) ὁρμητικός, σπεύδων, κύνες Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1292. ἕτοιμος πρὸς πᾶν πρᾶγμα, παράτολμος, θρασύς, ἀναίσχυντος, ἀσυλλόγιστος, ἄσωτος, ὡς τὸ Λατ. audax, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ πονηρία Δημ. 777. 3· ἰτ. πρός τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 6, Πλουτ. Γάλβ. 25· ἰταμώτερος πρός λόγους ὁ αὐτ. 2. 1041Α· τὸ ἴταμὸν ἰταμότης, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19, κτλ.· τό ἰτ. τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 7. ἰταμόν τι δεδορκὼς Λουκ., Δραπέτ. 19· ἰτ. ἀντιβλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 17. 12. - Ἐπίρρ. -μῶς, Ἄλεξ. ἐν «Κνιδίᾳ» 1, ἐν «Φαίδρῳ» 2˙ Συγκρ. - ώτερον. Πλάτ. Νόμ. 773Β· ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι Δημ. 414. 1· Ὑπερθ., -ώτατος Λουκ. Ἰκαρομ. 30.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 vif, ardent;
2 hardi, effronté, impudent ; τὸ ἰταμόν, hardiesse, impudence ; adv. • ἰταμὸν ἀντιβλέπειν ÉL regarder en face avec effronterie;
Cp. ἰταμώτερος, Sp. ἰταμώτατος.
Étymologie: ἴτης.