ἐρινάζω
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
aor. I inf. ἐρινάξαι and ἐρινάσαι, Hsch.:—
A hang fruiting branches of the wild fig (ἐρινεός) near the cultivated fig (συκῆ) in order that the gall-insect (ψήν) which lives in the wild fruit may carry pollen to the σῦκον, Thphr.CP2.9.5:—Pass., τὸ ἐρινασμένον the fig subjected to caprification, Id.HP2.8.3. II gather wild figs, Poll. 7.143.
German (Pape)
[Seite 1029] συκᾶς, die Frucht des wilden Feigenbaumes über die zahmen Feigen hängen, damit aus den ersteren die Insekten auf die letzteren kriechen, diese durchbohren u. dadurch ihre Reise befördern, caprificare, Theophr., Hesych.; ἐριναστός, durch dies Verfahren gereist, Theophr. Nach Poll. 7, 143 auch = wilde Feigen sammeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῑνάζω: μέλλ. -άσω, Δωρ. -άξω· -ὡς τὸ Λατ. caprifico, «ἐρινάζειν, ὀλύνθους περιάπτειν ταῖς ἡμέραις συκαῖς ἀπὸ τῶν ἐρινέων καὶ ἀγρίων συκῶν, ἐξ’ ὧν οἱ λεγόμενοι ψῆνες μετεισέρχονται εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπὸν καὶ κρατύνουσιν αὐτόν, ὥστε μὴ ἀπορρυῆναι τῶν δένδρων» (Φωτίου Λέξ. Συναγ.)· δι’ ὅ καὶ ἐρινάζουσι τὰς συκᾶς· τοῦτο δὲ ποιοῦσιν ὅπως οἱ ψῆνες οἱ ἐκ τῶν ἐρινῶν τῶν ἐπικρεμαννυμένων γιγνόμενοι διοίγωσι τὰ ἐπὶ τῆς συκῆς κτλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 5, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 8, 1, ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 6, καὶ πρβλ. Ἡρόδ. 1. 193· τὸ ἠρινασμένον, τὸ γονιμοποιηθὲν σῦκον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 8, 3· πρβλ. ψήν, ὀλυνθάζω. ΙΙ. συνάζω ἄγρια σῦκα, «ἐρινάζειν... τὸ τὰ ἐρινὰ ἀφαιροῦντας εἰς θύλακα κατατίθεσθαι (ἐρινὰ γὰρ τοῦ ἐρινεοῦ σῦκα») Πολυδ. Ζ΄, 143, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και ερινεάζω και ερινιάζω και ρινιάζω (AM ἐρινάζω) ερινάς
1. κρεμώ τον καρπό της άγριας συκιάς (ερινεός) στα κλαδιά ήμερης για να μεταφέρουν τα μικρά έντομα που ζουν στον καρπό της άγριας γύρη με σκοπό να γονιμοποιηθεί η ήμερη, γονιμοποιώ άγρια συκιά κρεμώντας στα κλαδιά της ερινεούς
2. μαζεύω άγρια σύκα
3. (ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) το ερινασμένο
σύκο γονιμοποιημένο.