ἰσχυρόψυχος
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
ον,
A strong-souled, Hsch.s.v. λάσιον κῆρ.
German (Pape)
[Seite 1273] von starker Seele, Apoll. L. H. ἴφθιμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόψῡχος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰν ψυχήν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰφθίμη.
Greek Monolingual
ἰσχυρόψυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει γενναία ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].