ἀνακεφαλαιόω

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source

German (Pape)

[Seite 191] die Hauptpunkte zusammenfassen, sie wiederhvien, um, wie das gewöhnlich geschieht, damit die Rede zu schließen, Dion. Hal.; zu einem Ganzen, einem Hauptpunkt vereinigen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακεφᾰλαιόω: συγκεφαλαιῶ τὸ ἐπιχείρημα, ἐπὶ ῥήτορος, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσίου 9· οὕτως ἐν μέσ. φωνῇ, ἀν. πρὸς ἀνάμνησιν Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. - Παθ., συγκεφαλαιοῦμαι, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιγ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 récapituler;
2 prendre en bloc, rassembler NT;
Moy. ἀνακεφαλαιόομαι-οῦμαι récapituler.
Étymologie: ἀνά, κεφαλαιόω.