Κυπρογενής

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυπρογενής Medium diacritics: Κυπρογενής Low diacritics: Κυπρογενής Capitals: ΚΥΠΡΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Kyprogenḗs Transliteration B: Kyprogenēs Transliteration C: Kyprogenis Beta Code: *kuprogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι)

   A Cyprus-born, K. Κυθέρεια h.Hom.10.1: standing alone, Hes.Th.199 (acc. -γενέα (prob.)), Sol.26, Pi.O. 10(11).105, etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Κ. Ἀφροδίτη Ar.Lys.551; K. θεά Panyas.13.3: abs., Pi.P.4.216, Plu.Art.28:—Aeol. Κυπρογένηα Sapph.Supp.14.8, Alc.60, Theoc.30.31.

Greek (Liddell-Scott)

Κυπρογενής: -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.˙ ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. Ἀφροδίτη Ἀριστοφ. Λυσ. 551˙ Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D˙ ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28˙ Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né à Chypre.
Étymologie: Κύπρος, γίγνομαι.

English (Slater)

Κυπρογενής,-γένεια pro subs.,
   1the Cyprusborn, Aphrodite. πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια (P. 4.216) σὺν Κυπρογενεῖ (O. 10.105)