στερνοτυπής

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερνοτῠπής Medium diacritics: στερνοτυπής Low diacritics: στερνοτυπής Capitals: ΣΤΕΡΝΟΤΥΠΗΣ
Transliteration A: sternotypḗs Transliteration B: sternotypēs Transliteration C: sternotypis Beta Code: sternotuph/s

English (LSJ)

ές,

   A of or from beaten breasts, κτύπος E.Supp.604 (lyr.); σ. πάταγος AP7.711 (Antip.); cf. στέρνον 1.1.

German (Pape)

[Seite 938] ές, ἰάλεμος, Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; πάταγος, Antp. Sid. 98 (VII, 711).

Greek (Liddell-Scott)

στερνοτῠπής: -ές, (τύπτω) ὁ ἀνήκων εἰς τυπτόμενα στήθη ἢ ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, κτύπος Εὐρ. Ἱκέτ. 604· πάταγος στ. Ἀνθ. Π. 7. 711· πρβλ. στέρνον Ι. 1. - Παρ’ Ἡσυχ. στερνοτύπτης. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qu’on fait en se frappant la poitrine.
Étymologie: στέρνον, τύπτω.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («πάταγος στερνοτυπής», Αντίπ. Θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηρο-τυπής].