κεφαλαλγής

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλαλγής Medium diacritics: κεφαλαλγής Low diacritics: κεφαλαλγής Capitals: ΚΕΦΑΛΑΛΓΗΣ
Transliteration A: kephalalgḗs Transliteration B: kephalalgēs Transliteration C: kefalalgis Beta Code: kefalalgh/s

English (LSJ)

ές,

   A suffering from headache, Plu.2.147f, Ruf. ap. Orib.7.26.129, 143.    II Act., causing headache, X.An.2.3.15, Thphr.HP8.4.6, Diph.Siph. ap. Ath.2.54a, Ph.1.390, 2.99, Plu.2.133c, Gal.17(2).818, etc. (-αλγός is a common f.l.).

German (Pape)

[Seite 1427] ές, 1) an Kopfschmerz leidend; Medic.; S. Emp. pyrrh. 2, 52. – 2) akt., Kopfschmerz verursachend; Xen. An. 2, 3, 15; Diphil. bei Ath. II, 54 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαλγής: -ές, ὁ πάσχων ἐκ κεφαλαλγίας, Πλούτ. 2. 147F, καὶ Ἰατρ. ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν κεφαλαλγίαν, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ κεφαλαλγὸς ἐν Πλουτ. 2. 133C, Ροῦφ. σελ. 51, 59 Matth.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui a mal à la tête;
2 qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.

Greek Monolingual

κεφαλαλγής, -ές (Α)
1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + -αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυ-αλγής, οσφυ-αλγής].