Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελισσοτρόφος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοτρόφος Medium diacritics: μελισσοτρόφος Low diacritics: μελισσοτρόφος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: melissotróphos Transliteration B: melissotrophos Transliteration C: melissotrofos Beta Code: melissotro/fos

English (LSJ)

Att. μελιττ-, ον,

   A feeding bees, Σαλαμίς E.Tr.799 (lyr.); χώρα J.BJ4.8.3.

German (Pape)

[Seite 124] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοτρόφος: Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, Σαλαμὶς Εὐρ. Τρῳ. 795˙ μ. ἡ χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des abeilles.
Étymologie: μέλισσα, τρέφω.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος
αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].