ἑρμηνεύω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
Dor. ἑρμᾱνεύω SIG1168.88 (Epid.),
A interpret foreign tongues, X.An.5.4.4; translate, D.H.Th.49, etc.; ἀπὸ Πωμαϊκῶν PRyl.62.30 (iii A. D.):—Pass., Ἑλληνιστί D.H.2.12, cf. LXXJb.42.17, etc. II explain, expound, S.OC398, E.Fr.636.5, etc.; ὑμῖν ταῦτα Antipho 3.2.1; ὅ τι λέγει Philyll.11; τὰ τῶν ποιητῶν Pl.Ion535a:—Med., Id.Epin.985b:— Pass., Arist.SE166b11. 2 put into words, express, Th.2.60, Pl. Lg.966b, etc.; τι διά τινος Hermog.Id.2.5; τι πεζῶς Id.Meth.30:— Pass., D.H.Comp.25. 3 describe, write about, τὸν Νεῖλον Demetr. Eloc.121. III abs., speak clearly, articulate, Hp.Epid.5.74.
German (Pape)
[Seite 1033] ein ἑρμηνεύς sein, auslegen, erklären, τὰ τῶν ποιητῶν Plat. Ion 535 a; seine Gedanken durch Worte ausdrücken, Xen. oec. 11, 23; γνῶναι τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι, auseinandersetzen, Thuc. 2, 60; Sp.; – ein Dollmetscher sein, dollmetschen, aus der fremden Sprache in die bekannte übertragen, Xen. An. 5, 4, 4 u. Sp.; – verkündigen, anzeigen, ἑρμήνευέ μοι Soph. O. C. 399, ἡρμήνευσεν ἂν τὸν παῖδα τεθνηκέναι Eur. frg. Polyid. 1. – Med. sich mittheilen, θεοὺς ἑρμηνεύεσθαι πρὸς ἀλλήλους πάντα Plat. Epin. 985 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμηνεύω: μέλλ. -σω, διερμηνεύω, μεταφράζω ἀπὸ μιᾶς εἰς ἄλλην γλῶσσαν, καὶ ἔλεξε Ξενοφῶν, ἡρμήνευε δὲ Τιμησίθεος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 4. ΙΙ. ἐξηγοῦμαι διὰ λέξεων, ἔτι δὲ ἀπορωτέρως διάκειμαι ὡς χρὴ ὑμῖν ἑρμηνεῦσαι ταῦτα Ἀντιφῶν 121 17, Θουκ. 2. 60, κτλ. 2) κάμνω τινὰ νὰ ἐννοήσῃ τι, ἐξηγοῦμαι, ἀναπτύσσω, ἑρμηνεύω τι εἴς τινα, ὅπως τί δράσῃ, θύγατερ; ἑρμήνευέ μοι Σοφ. Ο. Κ. 398, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· ἐκ τᾶς πινακίδος δ’ ἀμπερέως ὅ τι κα λέγῃ τὰ γράμμαθ’, ἑρμήνευε Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 3· καί μοι δοκοῦσι θείᾳ μοίρᾳ ἡμῖν παρὰ τῶν θεῶν ταῦτα οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἑρμηνεύειν Πλάτ. Ἴων 535Α. - Μεσ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 985Β. - Παθ., Ἀριστ. ἐν Σοφ. Ἐλέγχ. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
impf. ἡρμήνευον, ao. ἡρμήνευσα;
1 exprimer sa pensée par la parole;
2 faire connaître, indiquer, exposer (qch);
3 interpréter, traduire.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym. ; pê emprunt à l’Asie mineure.
English (Strong)
from a presumed derivative of Ἑρμῆς (as the god of language); to translate: interpret.